ακανόνιστος

ακανόνιστος
-η, -ο (Α ἀκανόνιστος, -ον) [κανονίζω]
1. αυτός που δεν είναι κανονισμένος, ο ατακτοποίητος
2. όποιος δεν έχει κανονικές διαστάσεις, ο ασύμμετρος
«ακανόνιστο δωμάτιο»
3. εκείνος που δεν έχει ρυθμιστεί με κοινή συμφωνία
«ακανόνιστος μισθός»
4. ο αντίθετος προς τους κανόνες της Εκκλησίας
5. εκείνος στον οποίο δεν έχει επιβληθεί «κανών», επιτίμιο από τον πνευματικό
6. (γενικά) αυτός που δεν έχει τιμωρηθεί για κάποιο παράπτωμα
αρχ.
(ουδ.) τὸ ἀκανόνιστον η αταξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακανόνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κανονίστηκε, δεν τακτοποιήθηκε: Η διαφορά μας μένει ακανόνιστη. 2. ασύμμετρος, ανώμαλος: Νομίζω πως το σχήμα του είναι ακανόνιστο. 3. αυτός στον οποίο η εκκλησία (επίσκοπος ή ιερέας) δεν όρισε «κανόνα», επιτίμιο: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …   Dictionary of Greek

  • αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιρρώξ — ἀμφιρρώξ ( ῶγος), ο, η (Α) 1. οδοντωτός, ακανόνιστος 2. κατεστραμμένος, διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρὼξ* < ρήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… …   Dictionary of Greek

  • ετερόσχημος — ἑτερόσχημος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή αρχ. αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό σχημος, εύ… …   Dictionary of Greek

  • κακόρρυθμος — η, ο (Α κακόρρυθμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ρυθμό ή που δεν έχει ρυθμό, άρρυθμος, ακανόνιστος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρυθμον (για τον σφυγμό) έλλειψη ρυθμού, αρρυθμία τού σφυγμού. επίρρ... κακορρύθμως με κακό ρυθμό, άρρυθμα,… …   Dictionary of Greek

  • κλυδασμός — ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι] 1. κλυδωνισμός* 2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση 3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • παράρρυθμος — η, ο / παράρρυθμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που δεν έχει ρυθμό, που είναι εκτός ρυθμού 2. (για σφυγμό) άτακτος, ακανόνιστος, ανώμαλος αρχ. αυτός που βρίσκεται στον ρυθμό ή στο χρονικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ρρυθμος (< ῥυθμός), πρβλ. κατά… …   Dictionary of Greek

  • ρεστία — η, Ν ωκεαν. ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός, φαινόμενο ανάλογο με την αποθαλασσία, που εκδηλώνεται σε ορισμένους λιμένες με χαρακτηριστικό προσανατολισμό ως προς το πέλαγος, όταν σε αυτό επικρατεί κλύδωνας, η λεγόμενη χονδρή θάλασσα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”